καθυλακτῶ

καθυλακτῶ
καθυλακτέω
bark at
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
καθυλακτέω
bark at
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καθυλακτώ — καθυλακτῶ, έω (AM) 1. υλακτώ εναντίον κάποιου, γαυγίζω σε κάποιον («καθυλάκτει πολλάκις μεταστρεφόμενος εἰς τὸν Πύρρον», Πλούτ.) 2. μτφ. φωνάζω διαμαρτυρόμενος ή κατηγορώντας χωρίς αιτία, αβάσιμα («ἔασον αὐτὸν ἄπρακτά σου καθυλακτεῑν», Βασ.).… …   Dictionary of Greek

  • брехати — БРЕ|ХАТИ (2*), ШОУ, ШЕТЬ гл. Лаять: горжю(с) ˫ако звѣрь. и брешю ˫ако песъ. (καϑυλακτῶ) ФСт XIV, 194в; никому гонѩщю ни псомъ брешющи(м). ни конникомъ по путе(м) престающимъ. ГБ XIV, 144в …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • καθυλάσσω — και κατυλάσσω (Α) καθυλακτώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑλάσσω, άλλος τ. τού ὑλακτῶ «γαυγίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”